- φανίζομαι:
μου φανίστη πώς... — мне показалось, что...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μου φανίστη πώς... — мне показалось, что...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φανίζομαι — ΝΜ νεοελλ. 1. (κυρίως στην ποίηση) εμφανίζομαι («τη νύχτα μού φανίστηκε στ όνειρό μου η προστάτισσά μου», Κ. Βάρναλης) 2. (στον Ερωτόκρ.) (κυρίως σε φρ. ως τριτοπρόσ.) «μού φανίστη» μού φάνηκε, νόμισα μσν. εμφανίζομαι ως..., προσποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek